Μουσική

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Μεσημέρι στο Μεταξουργείο

Τα μάτια μου είδαν κήπους με σιντριβάνια, πλακόστρωτους διαδρόμους, γκαζόν.
Και τα πόδια μου τους περπάτησαν. Κήποι με τόσα πολλά όμορφα λουλούδια που το ένα ζήλευε το άλλο, και  απ’ την υπεροψία κρύφτηκε η ομορφιά τους.
Τα ωραιότερα λουλούδια ζουν στις φτωχογειτονιές. 
Στα μπαλκόνια των σπιτιών, στα στενά.
  Δεν είναι ωραιότερα επειδή τα χρώματά τους έρχονται σε αντίθεση με τη γκρίζα γειτονιά, αλλά επειδή σ’ αυτά έχουν εισχωρήσει οι χαρές, οι πόνοι, οι ελπίδες και τα βάσανα των ανθρώπων που τα φιλοξενούν. Ακόμα και αν δεν έχουν ποτιστεί όσο πρέπει, θα νοιώσεις την ανάσα τους, την αύρα τους καθώς θα περνάς. 
  Ο εαυτός σου θα χορέψει στο τραγούδι που δεν έχει μουσική και θα σκεφτεί για ηλιοβασιλέματα και μεγάλες μέρες. Θα ξεφορτωθεί για λίγο τον αχό και τη δίνη που στροβιλίζει την ύπαρξη, και χαμένος θα βρεθεί σε οδούς με ονόματα ξεχασμένων ηρώων, όπου νέγροι καπνίζουν ναργιλέ καθισμένοι σε ψάθινες καρέκλες, 
και γυναίκες με μαντίλες νανουρίζουν τις αυλόπορτες  και τα ίχνη της ανατολής που χάνονται στην έρημο μιας απύθμενης όασης.
   Θα ρωτήσεις περαστικούς για να σου πουν πως θα φτάσεις στην έξοδο, αλλά αυτοί αγνοώντας σε θα προχωρούν με την αβεβαιότητα χαραγμένη στα αποφασισμένα βλέφαρα τους. Τότε το μυαλό σου θα σε παρομοιάσει με ζητιάνο, και ο ιδρώτας που θα στάξει στο μέτωπο θα είναι το λάδι της βάφτισης σου στην αέναη οικογένεια του δρόμου.
   Όλα θα γυρίσουν στα ίδια μόλις περάσεις τη πόρτα. Τα βήματά σου θα σβηστούν στο χαλί της προσωρινής ασφάλειας, και θα ψάξεις πάλι τη χαρά και τη ξεγνοιασιά στο απροσδιόριστο μέρος, σ’ αυτό που σ’ οδηγούνε όλοι οι δρόμοι , ξεχνώντας το μέρος που κάποτε έτρεχες χαμογελώντας, εκεί που άρχισαν όλα.

Καθημερινά κοιτάς τη ψυχή σου στο καμίνι να λιώνει,
και ξεχνάς το μέρος που δε γερνάει αλλά παλιώνει.


   Τώρα ξέρω όμως. Ξέρω ότι ο ήλιος βρίσκεται πάνω απ’ τη συννεφιά. Δε νοιώθω το χάδι του αλλά ξέρω ότι υπάρχει. Μακάρι να μπορούσα να άνοιγα τον ασκό του Αιόλου για να στείλω τους ανέμους σαν περιπλανώμενους εραστές, να αποπλανήσουν τα σύννεφα για να τους ακολουθήσουν και να φύγουν απ’ αυτή τη μίζερη πόλη.
   Αλλά φοβάμαι, φοβάμαι μη σε σπρώξουν οι άνεμοι στα βράχια και βουλιάξεις, εσύ μικρή βαρκούλα που το όνειρό μου κουβαλάς , και τώρα πλέεις στη θάλασσα που ενώνει το σκοτάδι της νύχτας με το σκοτάδι της αυγής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου