Μουσική

Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Χειμωνιάζει

Πέφτουν τα φύλλα απ τα δέντρα
κι η νύχτα μεγαλώνει
Όλα αλλάζουν σιγά-σιγά
Σε λίγο θα σκεπαστούν με χιόνι
τα ατάραχα βουνά

Μια μικρή σταγόνα θα κατηφορίζει
στο τζάμι του λεωφορείου
σα μήνυμα από μακριά
Θα αρχίσουν οι βροχές του Οκτωβρίου
θα αποδημήσουν τα πουλιά

Η φωτιά θα καίει στο τζάκι
Οι άνθρωποι με μπουφάν
θα περπατούν στις πλατείες
και θα αναρωτιούνται αν
είναι όλα ατυχείς συγκυρίες

Οι λέξεις σα σύννεφα θα βγαίνουν
απ’ το στόμα έξω στο κρύο
Κι ο χρόνος ο ταξιδιώτης
σε λίγο θα μας πει αντίο
κλέβοντας κι ένα πετραδάκι νιότης

Πίσω κήπος, Κέρκυρα (6/1/2017)



Το τραίνο που έρχεται και φεύγει

Κοιτώντας στα μάτια το άπειρο, προσπερνώ την απραξία ,
   η αφορμή γίνεται δικαιολογία, σε κάθε βήμα ο κόσμος ένα μέτρο υποχωρεί.
   Με το αυτί κολλημένο στις ράγες συνειδητοποιώ πως το τραίνο ακόμα αργεί,
   κι είμαι στο μέρος όπου με δόσεις αλήθειας τριγύρω το έδαφος ψυχορραγεί,
   εκεί που βρέχει αέρα και φυσάει βροχή.
   Καθρεφτισμοί και αντανακλάσεις μιας άγνωστης και γνώριμης ζωής
   όπου οι μούσες τραγουδούν ολημερίς, και τα όνειρα λιώνουν
   και χύνονται στο πνεύμα της στιγμής.
   Φαντάζομαι πως ζω κι υπάρχω κάπου αλλού,
   κι οι σκέψεις χτυπούν τα τοιχώματα του μυαλού σ’ αυτή την ατέλειωτη αναμονή.
   Όπως μου είπε κάποτε το τραίνο: μονάχα ο πόνος είναι αληθινός,
   εγκληματίας δίκαιος και σωστός , η αγάπη ψεύτικος ενθουσιασμός και εύθραυστη 
   ελπίδα.
   Αλλά πώς να το πιστέψω βλέποντας τα μαύρα μάτια που κρύβουν μέσα τους της Ίριδας
   τα πολύχρωμα παλάτια, και τα λεπτά χέρια που πλέκουν με αστέρια
   ένα λιβάδι που απάνω τρέχουν άτια.
   Το τραίνο φτάνει κι οι μελλοντικοί επιβάτες εμφανίζονται σαν οφθαλμαπάτες,
   πηγαινοέρχονται σφιγμένοι με γραβάτες στο τσιμέντο που σκεπάζει το χώμα. 
   Αγορεύσεις, συζητήσεις, ηττημένες σκέψεις, αστείες εξωτερικεύσεις,
   διαφωνίες με κούφιες λέξεις, κλείνονται σε παρενθέσεις την Παρασκευή.
   Στους ανεμοστρόβιλους παραδίνονται τα καλά λόγια και τα βραβεία,
   οι καθαρές συνειδήσεις δε ψάχνουν για εύκολη λεία , μονάχα ένα χέρι να πιαστούν.
   Η νύχτα είναι κοντά και τα φώτα στέκουν πιο πέρα, το παράξενο στοιχειό που πλανάται
   στον αέρα θα μου παρηγορήσει για λίγο τη ψυχή. 
   Καθώς φεύγει το τραίνο, οι δειλοί μετανιώνουν κι οι γενναίοι τα ‘χουν κανονίσει όλα
   από καιρό.
   Κι εγώ, που δεν είμαι εγώ, έξω απ’ το παράθυρο κοιτώ τις χαρές και τις λύπες 
   για να αποκοιμηθώ,  και σε άγνωστο μέρος να ξυπνήσω ξαφνιασμένος.

Arbol (μετ: δέντρο), Marigo Carmen (2014)