Μουσική

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Ένα πουλί τραγουδάει

Οι πυραμίδες ξαπλώνουν σε άμμο χρυσή 
και τα σύννεφα θυσιάζονται σαν τα μύρα στα μαυσωλεία της μέρας.
Βραχώδη όρη πιέζουν το αδύναμο σώμα μέχρι να γεννηθεί.
Θέλεις να δεις ένα κοινό θαύμα ;
Ένα πουλί τραγουδάει
και νανουρίζει την ψυχή που παρηγορεί την ψυχή μου.
Το φεγγάρι μια νότα ακαθόριστη στο,
δίχως αρχή και τέλος,
πεντάγραμμο που ενώνει τον κόσμο.
Καλώδια.
Ενώνουν.
Τον κόσμο.
Οι ειδήσεις ενώνουν τον κόσμο.
Τα πλοία στο λιμάνι της σκέψης δένουν τις πρύμνες τους στο κέντρο,
όπου τα σχοινιά χτενίζουν τα απαλά κύματα
και το τίποτα γίνεται σπίτι για τα πάντα.
Φεύγει σιγά-σιγά η πρόθεση
και συμβαίνει ό,τι με φέρνει κοντά στο σκαλοπάτι που σκαρφαλώνει μέσα μου
σαν τον άνεμο που διασχίζει οροσειρές,
σαν εκείνο το κομμάτι της ιστορίας που δεν μπορώ να θυμηθώ.
(Ξάφνου...) το τίποτα γίνεται σπίτι για το θαύμα.
Οι πυραμίδες χτενίζουν τα απαλά κύματα.
Η πρόθεση ενώνει το αδύναμο σώμα.
Καλώδια παρηγορούν τον κόσμο.
Δίχως αρχή και τέλος,
ένα πουλί τραγουδάει.

Γοργά και σοφά

Γοργά και σοφά τα αισθήματά μου.
Στον ήλιο και στο φεγγάρι το όνομά σου
χαράσσεται ανάμεσα από σύννεφα κι αστέρια.
Ανάβω το πιο μικρό μου φως με την ελπίδα να με δείς.
Κι εσύ βλέπεις καθαρά.
Ειλικρινά τα βλέφαρά σου κι οι καστανές τρίχες
που ελεύθερες πετούν, όπως εσύ.
Τα λόγια μου ζυγίζω 
και άλλοτε κυλούν χωρίς να τα προστάζω,
σαν φαίνεται το χαμόγελο σου, τόσο εγκάρδιο και οικείο.
Πόσο χαίρομαι που είσαι ‘δω.
Κάποτε ήταν όνειρο αυτό για μένα.
Τότε που περίμενα, ήρθες και στάθηκες
αλλά δε μίλησα και όλο έφευγες μπρος στα μάτια μου.
Ό,τι αγαπώ μετά από λίγο καιρό πραγματοποιείται.
Μα εσύ τώρα δε γίνεται να μείνεις εδώ.
Κι όμως η ψυχή μου στέκει εκεί που ήταν,
σοφή σαν να ξέρει κάποιο αρχαίο μυστικό.
Γοργά τα αισθηματά μου τη μέρα διασχίζουν
για να με προϋπαντήσει με ομορφιές 
που εσύ μπορείς να φτιάξεις χωρίς να καταλαβαίνεις.
Η αντανάκλαση της θάλασσας ας μη βάψει ποτέ
γκρίζο τον ουρανό σου.
Για σένα οι σκέψεις μου τραγούδια γίνονται και μουσική.
Δε φοβάμαι πια να ακολουθήσω ο,τι αγαπώ.
Ανάβω ξανά το πιο μικρό μου φως 
και τα απογεύματα που φυσά το ονομά σου ψιθυρίζω
μέχρι να το ακούσεις.

Θέλω να δω

Tο ουράνιο τόξο θέλω να δω
    να βγαίνει πριν απ’ τη βροχή,
    το ηλιοβασίλεμα
    πριν την ανατολή. 
    Ραγισμένο γυαλί ο τοίχος.
    Καπνοί μου κρύβουν τα αστέρια,
    αυτή τη βραδιά
    που είναι τόσο μαγική.

    Θέλω να δω φώτα να ανάβουν
    χωρίς σκιές στις κουρτίνες,                                          
    στο κήπο μου                                          
    να θάψω τις Σειρήνες.                                           
    Σπασμένα τούβλα η βιτρίνα.
    Περπατώ τα διαγώνια πλακάκια                                          
    μέχρι να φτάσω                                          
    ως τις Φιλιππίνες.

    Ανοιχτές πόρτες θέλω να δω,
    κι από μέσα να παίζουν παιδιά,
    πουλιά να πετούν
    χωρίς φτερά.
    Το κύμα να μιλά στην άμμο.
    Να τρέχω στα λιβάδια
    μαζί με ‘σένα
    κι ένας αέρας να φυσά.

    Θέλω να δω αληθινό χαμόγελο
    σε αυτούς που αγαπάω,
    σαν αετός
    ψηλά να πετάω.
    Η μουσική να μη σταματάει.
    Πάνω απ’ τους λαβύρινθους
    να περνάει η ζωή
    όνειρο όμορφο και πράο.

Φωτεινός άγγελος

Ένας άγγελος φωτεινός
χτενίζει τα μαλλιά σου, 
σκουπίζει τα δάκρυα σου, 
μιλά στη καρδιά σου 
και γίνεται ο κόσμος λαμπρός.

Μια νύχτα σκοτεινή 
σε άγγιξε ο πόνος. 
Δε βοήθησε ο χρόνος. 
Ο άγγελος έμεινε μόνος 
και έγινε ανάμνηση μακρινή.

Πάντα όμως ήταν εκεί, 
είχε κρυφτεί απ’ το κρύο.
Τον βρήκες σ’ ένα βιβλίο. 
Στο πιο ψηλό σημείο 
τον έβαλες στη ψυχή.

Σε προστατεύει σιωπηλός. 
Περπατάτε μαζί χέρι-χέρι, 
στο πεζοδρόμιο, το καλοκαίρι. 
Κοίτα το μαύρο αστέρι ! 
Κοίτα πως γέμισε φως !

Ανεβαίνω τα σκαλιά

Ανεβαίνω τα σκαλιά
στη ξύλινη σκάλα του χρόνου.
Όσο ανεβαίνω ομορφαίνει η θέα.
Η ζωή είναι φτωχή χωρίς παρέα.
Σβήνω τα μέτωπα φωτιάς του πόνου.

Η πρωινή ομίχλη
Ξύπνησε μια αισιόδοξη δόνηση ζωής.
Κάποιος σφυρίζει στο δρόμο,
με κρεμασμένο το σακάκι στον ώμο,
μα δε τον ακούει κανείς.

Κοιτάζω πάλι ψηλά,
του ουρανού το κρυστάλλινο χρώμα,
τη γαλήνη της ψυχής να καθρεφτίζει.
Ό,τι τελειώνει ίσως ξαναρχίζει
ή ίσως σκέφτομαι σα παιδί ακόμα.

Ψηλώνουν τα βουνά,
και τα ποτάμια συνεχώς βαθαίνουν.
Κάτω απ’ του δέντρου τη σκιά
τα τριαντάφυλλα για μια αγαπητικιά
κόβονται και χαρούμενα πεθαίνουν.

Τα παιδιά


   Τα παιδιά της γειτονιάς μεγαλώνουν συνεχώς
   Tα παιδιά της γειτονιάς δε ξεχνούν ποτέ.
   Όλοι αλλάζουμε αλλά ίδιοι μένουμε 
   πίσω απ’ το πέπλο της χαράς.